- επιπερκαζω
- ἐπιπερκάζωἐπι-περκάζωстановиться черным, чернеть, темнеть
(μιαρῇ τριχί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μιαρῇ τριχί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιπερκάζω — ἐπιπερκάζω (Α) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια … Dictionary of Greek
ἐπιπερκάζεις — ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)